- κορνικουλάριος
- κορνικουλάριος και κορνιουκλάριος, ὁ (Α)1. στρατιώτης που έλαβε ως βραβείο ένα κερατοειδές κόσμημα τού κράνους και προήχθη σε ανώτερη τάξη2. πάρεδρος, βοηθός, γραμματέας.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cornicularius (< corniculum, υποκορ. τού cornu «κέρας»)].
Dictionary of Greek. 2013.